- ἀποκύλισμα
- ἀπο-κύλισμα [pron. full] [ῠ], ατος, τό,A rolling-machine, Longin.40.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αποκύλισμα — ἀποκύλισμα, το (AM) μσν. (για τον χρόνο) το κύλισμα, το πέρασμα αρχ. το κύλισμα … Dictionary of Greek
ἀποκυλίσματι — ἀποκύλισμα rolling machine neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)